- εὕρημα
- εὕρημα, ατος, τό, later εὕρεμα (q. v.), ([etym.] εὑρίσκω)A invention, discovery, thing discovered not by chance but by thought, Hp.VM4;
ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα S.Fr.432
; πολλῶν λόγων εὑρήμαθ' E.Hec. 250, cf.Ar.Nu.561, Pl.Tht.150d, al.; τύμπανα, Ῥέας . . εὑ. E.Ba.59, cf. HF188; τὰ τῶν ἰατρῶν εὑ. D.26.26; opp. ὑπηρέτημα, Antiphoi. 15.2 c. gen., invention for or against a thing, remedy,τῆσδε συμφορᾶς E.Hipp.716
.3 excuse,εἰς συκοφαντίαν POxy.472.33
(ii A.D.).II that which is found unexpectedly, i.e. much like Ἕρμαιον (q.v.), piece of good luck, windfall, Hdt.7.155; εὕ. εὕρηκε ib.10. δ', 8.109; εὕ . . . κάλλιστον εὕρηκ' E.Heracl.533;εὕ . . . οἷον ηὕρηκας τόδε Id.Med.716
, cf. 553;εὑρήμασι πλούσιος ἐγένετο Hdt.7.190
;εὕ. γίγνεται τόδε E.El.606
;ἐκείνοις δὲ δυστυχοῦσι εὕ. εἶναι διακινδυνεῦσαι Th.5.46
;εὕ. ἐδόκει εἶναι X.An.7.3.13
, cf. Is.9.26, Herod.6.30, etc.2 of a child, foundling,εὕ. δέξατ' ἐκ Νυμφᾶν S.OT1106
(lyr.), cf. E.Ion1349.III (in form εὕρεμα) sum realized by a sale, SIG1012.11 (Cos, ii/i B.C.); cf. ἀφ-, ὑπερεύρεμα.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.